- μοιχόν
- μοιχόςadulterermasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μοιχόν — μοιχόν, τὸ (Μ) [μοιχός] 1. μοιχεία 2. προδιάθεση ή τάση για μοιχεία … Dictionary of Greek
μοιχός — ο (ΑΜ μοιχός) αυτός που διαπράττει μοιχεία μσν. 1. αυτός που συνευρίσκεται με κοπέλα μικρής ηλικίας, διαφθορέας 2. αυτός που παραποιεί, που διαστρέφει κάτι μσν. αρχ. (για αρσενοκοιτία) εραστής, επιβήτορας αρχ. 1. αυτός που λατρεύει τα είδωλα,… … Dictionary of Greek
блѧдивыи — (15) пр. 1.Вздорный, ошибочный; еретический: и словеса ѥго бл˫адива˫а чьст˫аща. (τῷ ἀισχίστῳ) ЖФСт XII, 104 об.; Извѣтиѥ словесъ. блѩдивоѥ кощюньноѥ гл҃ть. ПНЧ 1296, 106 об.; и тоѥ жены словесъ дѣлѩ блѩдивыхъ. не любити начнеши дѣтии первыхъ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ADULTERA — priusquam convincitur, suspecta est: dequae Lex sic sonar Numer. c. 5. v. 12. Si viri cuiuscumque uxor declinaverit, et immunda Facita fuerit adduct vir ille uxorme suam ad Sacerdotem, adducatque cum ea sacrisicium pro ea adducet itaque illam… … Hofmann J. Lexicon universale
μοιχάγρια — μοιχάγρια, τὰ (Α) πρόστιμο που επιβαλλόταν σε εκείνους που συλλαμβάνονταν για μοιχεία («μοιχάγρι ὀφέλει», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. μοιχὸν ἀγρεῖν, σχηματισμένο αναλογικά προς το ζωάγρια (βλ. ζωάγριος)] … Dictionary of Greek
προσεμματεύω — και προσεμβατεύω Α βάζω κάπου το χέρι μου ψηλαφώντας («γυναικὸς ἔτι προσεμματεύοντα τὸν μοιχὸν ἔνδον ἐχούσης», Αρισταίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμβατεύω «εισέρχομαι, ερευνώ, επιβαίνω». Ο τ. προσεμματεύω πιθ. κατ επίδραση τού ρ. ἐμματῶ «ψηλαφώ,… … Dictionary of Greek